- ανθόσπερμα
- (anthospermum). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρουβιιδών, με περίπου 25 είδη, ιθαγενή της τροπικής και νότιας Αφρικής. Μερικά είδη έρπουν ή αναρριχώνται. Όλα έχουν άνθη μικρά και ακτινωτά, άσπρα ή πρασινωπά, με στεφάνη μονοπέταλη.
Dictionary of Greek. 2013.